μετεωροθηρος

μετεωροθηρος
    μετεωρόθηρος
    μετεωρό-θηρος
    2
    охотящийся высоко в небесах
    

(ἱέραξ Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μετεωροθηρος" в других словарях:

  • μετεωροθήρας — και μετεωρόθηρος, ὁ (Α) 1. (για το γεράκι) αυτός που θηρεύει ψηλά στον αέρα 2. μτφ. (για φιλοσόφους) αυτός που κυνηγά υψηλές ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο θήρας, χρυσο θήρας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»